Η ένταξη της "Αρχής της Προφύλαξης" στη νομοθεσία, για πρόληψη και προφύλαξη της υγείας των παιδιών
- Υπόμνημα της Εθνικής Επιτροπής με ημερομηνία 17 Μαρτίου 2022
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Λευκωσία, 17 Μαρτίου 2022
Προς: κα Ειρήνη Χαραλαμπίδου,
Πρόεδρο Κοινοβουλευτικής Επιτροπής
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ίσων Ευκαιριών μεταξύ Ανδρών και Γυναικών
ΜΕΜΟ
Η ένταξη των αρχών και προνοιών της Ανακοίνωσης της Ε.Ε., COM(2000) «Αρχή της Προφύλαξης»
στο νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο για αποτελεσματική Πρόληψη και Προφύλαξη της Υγείας,
και ιδίως των Παιδιών, από τοξικούς παράγοντες
Δρ. Στέλλα Κάννα Μιχαηλίδου
Πρόεδρος Εθνικής Επιτροπής «Περιβάλλον και Υγεία του Παιδιού»
Το παρόν Υπόμνημα σκοπεί στην τεκμηρίωση της ανάγκης και μια πρώτη προσέγγιση για ένταξη των αρχών και προνοιών της Ανακοίνωσης της Ε.Ε., COM(2000) «Αρχή της Προφύλαξης» (Precautionary Principle) στο νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο για αποτελεσματική Πρόληψη και Προφύλαξη της Υγείας, και ιδίως των Παιδιών, από τοξικούς παράγοντες. Αποτελεί την συμβολή της της Εθνικής Επιτροπής «Περιβάλλον και Υγεία του Παιδιού» (ΕΕΠΥΠ) προς την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ίσων Ευκαιριών μεταξύ Ανδρών και Γυναικών για την συνεδρία 31/01/2022 για το θέμα: “Το ανθρώπινο δικαίωμα διαβίωσης σε υγιές περιβάλλον”.
Α. Επιπτώσεις του Περιβάλλοντος στην Υγεία του Παιδιού
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), το Περιβάλλον ευθύνεται πρωτογενώς ή/και συμβάλει στο 80% των επιπτώσεων της νοσηρότητας (Prüss-Üstün & Corvalán, 2006). Στον μολυσμένο αέρα αποδίδεται το 26% των προώρων θανάτων παιδιών 0-5 χρόνων. Στις ΗΠΑ το ετήσιο κόστος παιδικής νοσηρότητας περιβαλλοντικής αιτιολογίας το 2017 ήταν $76.6 δις (ΕΡΑ 2017).
Με ποσοστό 5-15% των περιστατικών καρκίνου να οφείλονται σε κληρονομικούς/γενετικούς παράγοντες, ενώ το 75-95% να είναι απροσδιορίστου αιτιολογίας ή και συνδυαστικής επίδρασης καρκινογόνων & γενετικών παραγόντων ή/και πολυπαραγοντικής συνέργειας, αναδύεται ο ρόλος του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ. (WHO, 2010), «το 1/3 περίπου των καρκίνων μπορεί να αποφευχθεί εάν αποτρέψουμε την έκθεση των παιδιών σε καρκινογόνους παράγοντες».
Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται ανοδική τάση στις ασθένειες που πλήττουν τα παιδιά, ιδίως στις ανεπτυγμένες χώρες, και που πρωτογενώς ή/και λόγω συνέργειας αποδίδονται σε τοξικούς παράγοντες στο περιβάλλον του παιδιού. Τέτοιες είναι το άσθμα και άλλες ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος, η παχυσαρκία, ο διαβήτης, καρδιαγγειακές παθήσεις, ανωμαλίες αναπαραγωγικών οργάνων, και κάποιες μορφές παιδικού καρκίνου. Τέλος, άκρως ανησυχητική με ανοδική τάση είναι η σιωπηλή πανδημία της καταστροφής της εγκεφαλικής λειτουργίας των παιδιών προκαλώντας γνωστικές αδυναμίες, αυτισμό, ελλειμματική προσοχή με ή χωρίς υπερκινητικότητα, κ.ά. Η σιωπηλή αυτή πανδημία πλήττει εκατομμύρια παιδιά, 1 στα 6 παιδιά στην Ευρώπη και Αμερική, και αυξάνεται συνεχώς. Σύμφωνα με στοιχεία του CDC/USA (2022), 1-6 παιδία 2-8 χρονών παρουσιάζουν κάποιου είδους ψυχική, αναπτυξιακή, ή συμπεριφορική διαταραχή. Οι βαθύτερες αιτίες της παγκόσμιας αυτής πανδημίας είναι μόνο εν μέρει κατανοητές (Ref. Νeurobehavioural effects of developmental toxicity Review» Philippe Grandjean Philip J Landrigan, Lancet Neurol 2014; 13: 330–38).
Καθοριστικοί παράγοντες είναι: α) οι γενετικοί παράγοντες στους οποίους αποδίδεται το 30-40%,
β) ιατρικοί λόγοι, τραυματισμοί κ.ά., γ) μολύνσεις, δ) έκθεση σε νευροτοξικούς παράγοντες όπως ο μόλυβδος, ο υδράργυρος, κάποια φυτοφάρμακα, η μη ιονίζουσα ακτινοβολία της ασύρματης επικοινωνίας, και τέλος, ε) η συνδυαστική επίδραση παραγόντων (IARC, 2013; Neira. M. et al, 2008; Neira M., 2019; Pronczuk et al., 2011; Prüss-Üstün & Corvalán, 2006; Trasande & Landrigan, 2004; WHO, 2010).
Β. Κενά στο σύστημα και τις πρακτικές εκτίμησης και διαχείρισης των κινδύνων τοξικών παραγόντων
Γιατί όμως στην ανατολή του εικοστού πρώτου αιώνα εξακολουθούμε να βιώνουμε ανοδικές τάσεις σε ασθένειες περιβαλλοντικής αιτιολογίας ή/και διασυνδεόμενες με το περιβάλλον και τον τρόπο ζωής; Στη Ε.Ε., έγινε σημαντική πρόοδος στην διαχείριση των τοξικών χημικών με τον Κανονισμό REACH. Όμως η θεμελιώδης αρχή του Κανονισμού “No data, no market” που υποχρεώνει τη βιομηχανία να αποδείξει την ασφάλεια χρήσης ενός συγκεκριμένου προϊόντος της εκ των προτέρων, δεν εφαρμόζεται στις τεχνολογικές καινοτομίες, π.χ. ασύρματης επικοινωνίας, στην νανοτεχνολογία, κ.ά. Επιπρόσθετα, το όλο σύστημα εκτίμησης και διαχείρισης κινδύνων παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες και κενά (Landrigan & Trasande, 2004):
- Η εκτίμηση κινδύνου βασίζεται σε ένα και μόνο τοξικό παράγοντα, ενώ οι επιδράσεις είναι πολυπαραγοντικές. Το κοκτέιλ των εκθέσεων (εντός ορίων ή μη) και η συνέργεια τους, καθώς και η αλληλεπίδραση τοξικών και γενετικών παραγόντων είναι μαύρο κουτί και δεν λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό των ορίων. Μέχρι τώρα η συνέργεια των χαμηλών «ασφαλών» δόσεων ελάχιστα έχει αξιολογηθεί.
- Υπάρχουν επιστημονικές αβεβαιότητες/κενά, ελλιπή δεδομένα και αντιδικίες που τελικά καταλήγουν σε εκτιμήσεις όπως: «ενδεχομένως επικίνδυνο», «πιθανώς καρκινογόνο», «μη καταληκτικά συμπεράσματα», «χρειάζεται περαιτέρω έρευνα». Τέτοιες τοποθετήσεις αν και ΔΕΝ αποδεικνύουν ασφάλεια, οδηγούν σε αναβολή, αδράνεια, αποτρέπουν νομοθετικές ρυθμίσεις ή/και οδηγούν στην αντίληψη ότι «δεν υπάρχει πρόβλημα».
- Χρόνιες επιπτώσεις καθυστερούν προσδιοριστούν και να εκτιμηθούν σωστά ώστε να τύχουν προληπτικής προσέγγισης.
- Τεράστιο έλλειμμα σε έρευνες εστιασμένες στα παιδιά. Κατ’ ανάγκη γίνονται αναγωγές, εκτιμήσεις και καθορίζονται συντελεστές ασφάλειας χωρίς να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη η μεγαλύτερη και πολλαπλάσια έκθεση του παιδιού ανά μονάδα βάρους (2-5 φορές μεγαλύτερη σε σχέση με τον ενήλικα), ούτε η μεγαλύτερη ευαισθησία και ευπάθεια των παιδιών. Τα παιδιά ως αναπτυσσόμενοι οργανισμοί είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και έχουν τα λεγόμενα «παράθυρα ευπάθειας» (WHO 2014) με τον εγκέφαλο να είναι ιδιαίτερα ευάλωτος (ANSES 2016, American Cancer Society 2018). Τα παιδιά έχουν ως επί το πλείστο ατελείς ή ασθενέστερους μηχανισμούς άμυνας και αποτοξίνωσης.
- Οι νομοθετικές ρυθμίσεις σε πολλές περιπτώσεις έχουν αποτύχει να καλύψουν αναδυόμενους κινδύνους και αναμένοντας την πλήρη επιβεβαίωσή τους έρχονται με υστέρηση πολλών χρόνων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο αμίαντος, ο μόλυβδος, ο υδράργυρος, και ο καπνός του τσιγάρου που χρειάστηκαν 100 χρόνια για να καλυφθεί νομοθετικά η βλαπτικότητα του.
Γ. Η ανάγκη για εφαρμογή της πρόληψης και προφύλαξης
Με βάση τα δεδομένα και τις πιο πάνω διαπιστώσεις, προβάλλει επιτακτική ανάγκη για αλλαγή από μια στρατηγική «αντίδρασης» σε μια ολιστική στρατηγική «προφύλαξης». Παρόλο που οι έννοιες της προφύλαξης και της πρόληψης ήταν πάντα στο επίκεντρο της πρακτικής της δημόσιας υγείας, στο παρελθόν οι παρεμβάσεις στην Δημόσια Υγεία επικεντρώθηκαν κυρίως στην εξάλειψη των κινδύνων που είχαν ήδη εντοπιστεί και «αποδειχθεί». Η προσέγγιση αυτή διαχρονικά αποδεικνύεται ανεπαρκής με σοβαρές διαχρονικές επιπτώσεις στα παιδιά, και όχι μόνο. Γι’ αυτό είναι απόλυτα επιβεβλημένο η επιστήμη να ενημερώνει την πολιτική στοχεύοντας στην στήριξη μιας ολιστικής στρατηγικής «προφύλαξης». Δηλαδή η επιστημονική ανάλυση και εκτίμηση κινδύνου θα πρέπει να περιλαμβάνει εκτός από τις τεκμηριωμένες επιπτώσεις, αναφορά στα κενά, τις αβεβαιότητες, τους δυνητικούς κινδύνους, το κόστος της αδράνειας αλλά και την δυνατότητα εναλλακτικών λύσεων. Μια τέτοια διαδικασία για να είναι αποτελεσματική θα πρέπει να διέπεται από κανόνες και αρχές ώστε η αυθαιρεσία να αποφεύγεται.
Σταθμός στην προσπάθεια αυτή είναι η Αρχή της Προφύλαξης που το 2000 θεσπίζει η Ε.Ε. με την COM(2000). Ένα κείμενο που προδιαγράφει την ανάγκη, το πλαίσιο καθώς και τις αρχές και προϋποθέσεις που διέπουν την εφαρμογή της. Τα κύρια σημεία αναφέρονται πιο κάτω:
- Προσφυγή στη Αρχή της Προφύλαξης: Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να γίνει επίκληση της Αρχής της Προφύλαξης όταν ένα φαινόμενο, ένα προϊόν ή μία διεργασία ενδέχεται να έχει επικίνδυνα αποτελέσματα, τα οποία έχουν προσδιοριστεί μέσω επιστημονικής και αντικειμενικής αξιολόγησης η οποία όμως δεν επιτρέπει να προσδιοριστεί ο κίνδυνος με βεβαιότητα. Η προσφυγή στην Αρχή της Προφύλαξης εντάσσεται συνεπώς στο γενικό πλαίσιο της ανάλυσης του κινδύνου (που περιέχει εκτός από την αξιολόγηση του κινδύνου, τη διαχείριση του κινδύνου και την κοινοποίηση του κινδύνου), και ειδικότερα στο πλαίσιο της διαχείρισης του κινδύνου που αντιστοιχεί στο στάδιο της λήψης αποφάσεων.
- Αναγκαίες προϋποθέσεις προσφυγής:
- ο εντοπισμός δυνητικά αρνητικών αποτελεσμάτων·
- η αξιολόγηση των διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων·
- η εκτίμηση της έκτασης της επιστημονικής αβεβαιότητας.
- Ειδικές αρχές που πρέπει να διέπουν την προσφυγή στην Αρχή της Προφύλαξης είναι:
- η όσο το δυνατόν πληρέστερη επιστημονική αξιολόγηση και ο προσδιορισμός, στο μέτρο του δυνατού, του βαθμού επιστημονικής αβεβαιότητας·
- η αξιολόγηση του κινδύνου και των δυνητικών συνεπειών της απουσίας δράσης
- η συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών στη μελέτη των μέτρων προφύλαξης, από τη στιγμή που τα αποτελέσματα της επιστημονικής αξιολόγησης ή/και της αξιολόγησης του κινδύνου είναι διαθέσιμα.
Επιπλέον, οι γενικές αρχές της διαχείρισης των κινδύνων παραμένουν εφαρμοστέες όταν γίνεται προσφυγή στην Αρχή της Προφύλαξης. Πρόκειται για τις εξής πέντε αρχές:
- τα μέτρα να είναι ανάλογα με το επίπεδο της επιδιωκόμενης προστασίας·
- να μην επιφέρει διακρίσεις η εφαρμογή τους·
- να είναι συνεπή με τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί σε παρόμοιες καταστάσεις ή που χρησιμοποιούν παρόμοιες προσεγγίσεις·
- να εξετάζονται τα πλεονεκτήματα και οι επιβαρύνσεις που απορρέουν από τις ενέργειες που έχουν αναληφθεί ή την απουσία ενεργειών·
- να μπορούν να αναθεωρούνται υπό το φως της επιστημονικής εξέλιξης.
- Το βάρος της απόδειξης
Στην περίπτωση που μια ενέργεια γίνεται δυνάμει της Αρχής της Προφύλαξης, παρέχεται η δυνατότητα να απαιτηθεί από τον παραγωγό, τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα να αποδείξει την απουσία κινδύνου. Η δυνατότητα αυτή πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση και δεν μπορεί να γίνεται γενικευμένη επέκτασή της σε όλα τα προϊόντα και τις διεργασίες που προωθούνται στην αγορά.
Με βάση τα πιο πάνω είναι αυταπόδεικτο ότι η εφαρμογή της Αρχής της Προφύλαξης δεν είναι αντίθετη με τα δόγματα της ορθής επιστήμης ούτε είναι ασυμβίβαστη με τους κανόνες της «τεκμηριωμένης» λήψης αποφάσεων. Δεν δημιουργεί αντίφαση μεταξύ της επιδίωξης επιστημονικής προόδου και της ανάληψης προληπτικής δράσης, αντίθετα, η εφαρμογή της απαιτεί:
- Ολιστική επιστημονική προσέγγιση προκειμένου να χαρακτηριστούν σύνθετοι κίνδυνοι, να αποσαφηνιστούν τα κενά γνώσης και να εντοπιστούν έγκαιρες προειδοποιήσεις και ακούσιες συνέπειες των ενεργειών.
- Την αξιοποίηση της επιστήμης όχι μόνο για τη διάγνωση των περιβαλλοντικών κινδύνων, αλλά για τον εντοπισμό, την ανάπτυξη και την αξιολόγηση ασφαλέστερων εναλλακτικών λύσεων σε δυνητικά επιβλαβείς δραστηριότητες.
- Τέλος, αναδεικνύει τις ανάγκες για επιστημονική έρευνα κάλυψης των γνωστικών κενών.
Η COM(2000), εν αναμονή μιας τελεσίδικης επιστημονικής τεκμηρίωσης, για κινδύνους που έχουν σοβαρά τεκμηριωθεί, προδιαγράφει και επιβάλει την ανάγκη λήψης προληπτικών δράσεων στην βάση μιας ολιστικής προσέγγισης που να βασίζεται στα καλύτερα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία για τους κινδύνους, αναγνωρίζοντας παράλληλα τις αβεβαιότητες και τα κενά, καθώς και τις πιθανές συνέπειες.
Είναι γεγονός ότι σε κάθε περίπτωση το τι θεωρείται «αποδεκτός κίνδυνος» ή τι μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση, δεν εξαρτώνται μόνο από το επίπεδο κινδύνου και τη δύναμη των αποδεικτικών στοιχείων και της αβεβαιότητας, αλλά και από την δυνατότητα αναστρεψιμότητας, πρόληψης και εξάλειψης του κινδύνου, αν επηρεάζονται ευάλωτες ομάδες -ιδίως παιδιά- και τα πλεονεκτήματα / μειονεκτήματα / διαθεσιμότητα εναλλακτικών επιλογών. Τέλος, εξαρτάται από την κουλτούρα και τις αξίες της κοινωνίας. Αυτό αναδεικνύει την ανάγκη ενός βαθμού ευελιξίας, ενώ ταυτόχρονα η συνέπεια εφαρμογής της Αρχής θα βασίζεται στην χρήση του ιδίου πλαισίου αρχών και προϋποθέσεων σε κάθε περίπτωση, καθώς και της ίδιας διαδικασίας αξιολόγησης που προδιαγράφει η COM(2000).
Η πρόληψη είναι απόλυτα επιβεβλημένη και επίσης δυνατή σε ατομικό /οικογενειακό και πολιτειακό επίπεδο. Προϋποθέτει ευαισθητοποίηση και γνώση που θα δίνει την δυνατότητα της λιγότερο βλαπτικής επιλογής. Ένα σωστά ενημερωμένο κοινό μπορεί να συμβάλει στην εφαρμογή της Πρόληψης και της Προφύλαξης και να πιέσει προς την κατεύθυνση βελτίωσης των σχετικών νομοθεσιών. Εδώ αναδεικνύεται η ανάγκη υπεύθυνης έγκαιρης και έγκυρης ενημέρωσης και εκπαίδευσης από την πολιτεία ώστε το δικαίωμα του «γνωρίζειν» να κατοχυρώνεται.
ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
- Ενσωμάτωση των προνοιών της COM(2000) σε νομοθεσίες που έχουν να κάνουν με εκτιμήσεις επιπτώσεων στο Περιβάλλον και την Υγεία, και ιδιαίτερα των παιδιών. Έτσι θα διασφαλίζεται η ολιστική εκτίμηση, η λήψη μέτρων προφύλαξης και όπου είναι αναγκαίο η μετατόπιση της υποχρέωσης απόδειξης της ασφάλειας μια ανάπτυξης στον προτείνοντα. Στις μελέτες εκτίμησης επιπτώσεων στο Περιβάλλον η εκτίμηση των επιπτώσεων στην υγεία των ανθρώπων θα πρέπει να είναι ολοκληρωμένη, ικανοποιώντας τις πρόνοιες της COM(2000)
- Στο στάδιο υιοθέτησης οδηγιών της Ε.Ε. που αφορούν την ποιότητα και ασφάλεια του περιβάλλοντος να περιλαμβάνονται «νομοθετικά παράθυρα» στα οποία να μπορούν να εντάσσονται περιπτώσεις/αναπτύξεις που δεν καλύπτονται, ή δυνητικοί κίνδυνοι τοξικών παραγόντων που δεν αναφέρονται ρητά στην Οδηγία, οι οποίοι είναι προφανείς, προδήλως μπορούν να επηρεάσουν την υγεία, και ιδίως των παιδιών, είναι σοβαρά τεκμηριωμένοι, υπάρχουν ενδείξεις αλλά δεν έχουν ακόμα πλήρως αποδειχθεί/τεκμηριωθεί. Έτσι, η Νομοθεσία, και χωρίς να είναι αναγκαία η συνεχής αναθεώρηση της, θα μπορεί έγκαιρα να αντιμετωπίζει αναδυόμενα προβλήματα σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο δίνοντας στην πολιτεία την δυνατότητα να διαχειρίζεται τους κινδύνους προδραστικά με λήψη προληπτικών μέτρων περιορισμού της έκθεσης, ενημέρωσης, διερεύνησης και προώθησης λιγότερο βλαπτικών επιλογών·
- Να διασφαλίζεται το δικαίωμα του «γνωρίζειν» στους πολίτες και η πρόσβαση σε έγκαιρη και έγκυρη πληροφόρηση για θέματα επιπτώσεων στην υγεία τους. Να προβλέπεται η υποχρέωση της πολιτείας να διασφαλίζει σε συνεργασία με διαφόρους φορείς την αναγκαία εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση.
Η Εθνική Επιτροπή «Περιβάλλον και Υγεία του Παιδιού» διαθέτει πολύπλευρη εμπειρογνωμοσύνη και μπορεί να συμβάλει στα πλαίσια των όρων εντολής της συμβουλευτικά αλλά και ουσιαστικά, στα διάφορα στάδια εκτίμησης των κινδύνων καθώς και στη ενσωμάτωση της Αρχής της Προφύλαξης COM(2000) στην Νομοθεσία. Μπορεί επίσης να συμβάλει στην εφαρμογή της μέσω της εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης όλων των εμπλεκομένων, όπως και στην προώθηση εισηγήσεων προς την πολιτεία βασισμένες στην επιστήμη (science based policies).
Με εκτίμηση,
Δρ. Στέλλα Κάννα Μιχαηλίδου
Πρόεδρος Εθνικής Επιτροπής
«Περιβάλλον και Υγεία του Παιδιού»
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι – Βιβλιογραφικές αναφορές:
Αρχή της Προφύλαξης COM(2000): Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. (2000). Ανακοίνωση της Επιτροπής για την Αρχή της Προφύλαξης, Βρυξέλλες. 2.2.2000 COM(2000). (Available at: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52000DC0001&from=EL).
Centers for Disease Control and Prevention (CDC). (2022). Data and statistics on children’s mental health. (Available at: https://www.cdc.gov/childrensmentalhealth/data.html) [Accessed March 3, 2022].
EPA 2017: U.S. Environmental Protection Agency (EPA). (2017). NIEHS/EPA Children’s Environmental Health and Disease Prevention Research Centers Impact Report: Protecting children’s health where they live, learn, and play. EPA Publication No. EPA/600/R-17/407. (Available at: https://www.epa.gov/sites/default/files/2017-10/documents/niehs_epa_childrens_centers_impact_report_2017_0.pdf).
Grandjean, P., & Landrigan, P. J. (2014). Neurobehavioural effects of developmental toxicity. The Lancet Neurology, 13(3), 330–338. https://doi.org/10.1016/S1474-4422(13)70278-3
IΑRC Working Group on the Evaluation of Carcinogenic Risks to Humans. (2013). Non-ionizing radiation, Part 2: Radiofrequency electromagnetic fields. IARC Monographs on the Evaluation of Carcinogenic Risks to Humans, 102(Pt. 2), 1–460.
Landrigan, P.J., & Trasande, L. (2004). Applying the precautionary principle in environmental risk assessment to children, in M. Martuzzi & J. A. Tickner (Eds.), The precautionary principle: Protecting public health, the environment and the future of our children (pp. 121–144).
Martuzzi, M. & Tickner, J.A. (Eds.). (2004). The precautionary principle: protecting public health, the environment and the future of our children. WHO. (Available at: https://www.euro.who.int/__data/assets/pdf_file/0003/91173/E83079.pdf)
Neira, M. P. (2019). Air Pollution and Human Health: A Comment from the World Health Organization. Annals of Global Health. 85(1), 141. https://doi.org/10.5334/aogh.2712
Neira, M., Gore, F., Brune, M.-N., Hudson, T., & de Garbino, P. (2008). Environmental threats to children’s health – a global problem. International Journal of Environment and Health, 2(3-4), pp. 276-292.
Pronczuk, J., Bruné, M.-N., & Gore, F. (2011). Children’s Environmental Health in Developing Countries. In Encyclopedia of Environmental Health (pp. 601–610). Elsevier. https://doi.org/10.1016/B978-0-444-52272-6.00008-8
Prüss-Üstün, A., & Corvalán, C. (2006). Preventing disease through healthy environment: Towards an estimate of the environmental burden of disease. WHO. (Available at: https://apps.who.int/iris/handle/10665/43457) [Accessed March 3, 2022].
Trasande L., & Landrigan, P.J. (2004). The National Children’s Study: A critical national investment. Environmental Health Perspective, 112(14), A789–A790. https://doi.org/10.1289/ehp.112-1247577
WHO. (2010). Fifth Ministerial Conference on Environment and Health: Protecting children’s health in a changing environment. Parma, Italy, 10-12 March 2010. (Available at: https://www.euro.who.int/__data/assets/pdf_file/0011/78608/E93618.pdf).